τριήρης

τριήρης
Πολεμικό πλοίο των αρχαίων Ελλήνων. Είχε 3 υπερκείμενες σειρές κουπιά και επίσης 2 ιστία και 2 πανιά και κύριο όπλο της ήταν το έμβολο, κάτω από την πλώρη. Η πρώτη τ. φαίνεται πως κατασκευάστηκε στην Κόρινθο κατά το τέλος του 8ου αι. π.Χ. και από τότε εξελισσόταν συνεχώς για να πάρει την τελική μορφή της –και να γενικευτεί η χρήση της– στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Οι αρχαίοι αναγκάστηκαν να κατασκευάσουν την τ., πλοίο ταχύ και ευέλικτο, όταν τα πλοία που κατασκεύαζαν έως τότε, πεντηκόντοροι (με 50 κωπηλάτες σε κάθε πλευρά) και εκατόντοροι, (με 100) έφτασαν να έχουν μεγάλο μήκος, σε βάρος της ευελιξίας τους. Ενδιάμεσος τύπος μεταξύ των προηγουμένων και της τ. ήταν η διήρης (με δύο υπερκείμενες σειρές κουπιά), ενώ μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο κατασκεύασαν και πεντήρεις με 5 υπερκείμενες σειρές κουπιά), επτήρεις (με 7) και δεκήρεις (με 10)· κανένα όμως δεν είχε τα πλεονεκτήματα της τ. Η τριήρης «Ολυμπία», ακριβές σύγχρονο ομοίωμα των αρχαίων αθηναϊκών πλοίων (φωτ. ΑΠΕ). Η τριήρης (εδώ ομοίωμα της) ήταν το συνηθέστερο πολεμικό πλοίο των αρχαίων Ελλήνων. Επινοήθηκε στο τέλος του 8oo π.Χ. αιώνα και πήρε την τελική μορφή της στο τέλος του 5ου π.x(. αιώνα. (Πειραιάς, Ναυτικό Μουσείο).
* * *
-ους, η, ΝΜΑ
(στην αρχ. Ελλάδα) ταχύπλοο κωπήλατο, κατ' εξοχήν, πολεμικό πλοίο το οποίο είχε από τις δύο πλευρές τρεις σειρές κουπιών (α. «ἐκεῑθεν δ' ἀνήχθη εὐθὺ Γυθείου ἐπὶ κατασκοπὴν τῶν τριήρων», Ξεν.
β. «τῶν δὲ τριηρέων αριθμὸς μὲν ἐγένετο ἑπτὰ καὶ διηκόσιαι καὶ χίλιαι», Ηρόδ.)
αρχ.
1. ποτήρι που είχε το σχήμα πλοίου
2. ως επίθ. τριώροφος («οἰκίαι τριήρεις», Αριστείδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -ήρης* (ΙΙ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τριήρης — a trireme fem acc pl (attic epic doric ionic) τριήρης a trireme fem nom/voc pl (doric ionic aeolic) τριήρης a trireme fem nom sg (ionic) τριήρης a trireme fem nom pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριήρης — η ους, πληθ. εις, πολεμικό πλοίο των αρχαίων Ελλήνων με τρεις σειρές κουπιά σε κάθε πλευρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριήρει — τριήρης a trireme fem nom/voc/acc dual (attic epic ionic) τριήρεϊ , τριήρης a trireme fem dat sg (epic ionic) τριήρης a trireme fem dat sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριήρεες — τριήρης a trireme fem nom/voc pl (epic ionic) τριήρης a trireme fem nom pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριήρεις — τριήρης a trireme fem nom/voc pl (attic epic ionic) τριήρης a trireme fem nom pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριήρη — τριήρης a trireme fem acc sg (attic epic doric ionic) τριήρης a trireme fem nom/voc/acc dual (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Триера — (τριήρης) у древних греков трехгребное судно, на котором гребцы располагались в три яруса. Гребцы размещались у обоих бортов Т.; сидевшие в первом, верхнем ярусе назывались франитами (θρανϊται). Немного ниже сидели зевгиты (ζευγιται), еще ниже… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • τριηρέων — τριήρης a trireme fem gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριηρῶν — τριήρης a trireme fem gen pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριῆρες — τριήρης a trireme fem voc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”